Το art deco στις μοτοσυκλέτες την δεκαετία του 1930, είναι κάτι που πάντα εντυπωσίαζε και προκαλούσε όπως και προκαλεί (θετικά συνήθως) σχόλια. Οι καμπυλωμένες δημιουργίες και οι περίεργες κατασκευές, έφτιαξαν την δική τους σχολή design και πάντα αφορούσαν την σχεδιαστική ανάπλαση αλλά και την λειτουργική βελτίωση, κάποιας από τις μοτοσυκλέτες παραγωγής εκείνης της εποχής. Η μοτοσυκλέτα του συγκεκριμένου θέματος δεν υπήρξε ποτέ σαν μοντέλο παραγωγής, είχε όμως ως πολύ αρχική πηγή έμπνευσης και θέμα βελτίωσης, μια τροπαιοφόρο μοτοσυκλέτα, μικρής παραγωγής, που κόντεψε να αλλάξει ολόκληρη την δίτροχη...
μηχανοκίνητη εξέλιξη. Ο εμπνευστής λοιπόν είναι η Megola, η μοτοσυκλέτα που είχε τον κινητήρα στον μπροστινό τροχό και όχι στην μέση του πλαισίου όπως είναι όλες οι σύγχρονες κατασκευές και το θέμα είναι η Killinger & Freund Motorrad.
Το 1935 μια ομάδα Γερμανών μηχανικών από το Μόναχο άρχισαν να σχεδιάζουν μία πιο εύχρηστη και τροποποιημένη έκδοση της Megola. Το έργο πήρε τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί, αλλά το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Ο κινητήρας είχε θέση που παρέμεινε ίδια με αυτή της Megola, αλλά ήταν σημαντικά ελαφρύτερος (μόλις 48 κιλά) και πολύ πιο απλοποιημένος από ότι σε μια τυπική μοτοσυκλέτα 100cc!!!. Ήταν δίχρονος, τρικύλινδρος, στα 600cc, τοποθετημένος στη δεξιά πλευρά της μπροστινής ρόδας. Από την στιγμή που είχε ολοκληρωθεί ο κινητήρας, η βασικότερη προτεραιότητα της ομάδας ήταν η αεροδυναμική σχεδίαση του συνόλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι όλα τα κινούμενα μέρη έπρεπε να καλύπτονται, προκειμένου να προστατεύονται από λάσπες και βρομιές. Το αποτέλεσμα δικαίωσε τους δημιουργούς της και η εντύπωση που έδινε ήταν αυτή μιας αγωνιστικής μηχανής της εποχής με στρογγυλεμένα καλύμματα. Η κατευθυντικότητα της μηχανής, που ήταν και το πρόβλημα όλων των μοτοσυκλετών με κινητήρα επί τροχό, είχε αντιμετωπιστεί με το χαμηλό βάρος του κινητήρα και η οδική της συμπεριφορά λέγεται ότι ήταν καλύτερη από αυτή των συμβατικών κατασκευών της εποχής. Το συνολικό βάρος της ήταν μόλις 132 κιλά, η τελική της ταχύτητα 130 km/h και το μεγάλο πλεονέκτημά της το ότι μπορούσες να «κατεβάσεις» τον κινητήρα βγάζοντας μόνο 2 (!!!) βίδες. Το service δηλαδή μπορούσε να γίνεται με το μοτέρ στον πάγκο και να έχεις πλήρη εικόνα της κατάστασης του κινητήρα από κάθε πλευρά.